ψαύση

ψαύση
[-ις (-εως)] η ощупывание (кого-чего-л.); прикосновение, прикасание (к кому-чему-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ψαύση" в других словарях:

  • ψαύση — η / ψαῡσις, αύσεως, ΝΑ [ψαύω] η ενέργεια τού ψαύω, άγγιγμα, επαφή, ελαφρό ψηλάφημα αρχ. ερωτικό χάδι, θωπεία …   Dictionary of Greek

  • ψαύσῃ — ψαύω touch aor subj mid 2nd sg ψαύω touch aor subj act 3rd sg ψαύω touch fut ind mid 2nd sg ψαύ̱σηι , ψαῦσις touching fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαύσηι — ψαύσῃ , ψαύω touch aor subj mid 2nd sg ψαύσῃ , ψαύω touch aor subj act 3rd sg ψαύσῃ , ψαύω touch fut ind mid 2nd sg ψαύ̱σηι , ψαῦσις touching fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγγιγμα — και άγγισμα, το [αγγίζω] επαφή, ψαύση …   Dictionary of Greek

  • αγγίξιμο — και ’γγίξιμο, το [αγγίζω] επαφή, ψαύση …   Dictionary of Greek

  • θίγημα — θίγημα, τὸ (Α) ελαφρό άγγιγμα, ψαύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Είναι αβέβαιο αν η λ. ανήκει στο θιγγάνω*, γιατί προήλθε από διόρθωση του τ. φιλήματα] …   Dictionary of Greek

  • κωλοδάχτυλο — το ψαύση τού πρωκτού με το δάχτυλο …   Dictionary of Greek

  • νύξη — η (ΑΜ νύξις, εως, Α ιων. γεν. ιος) [νύσσω] κέντρισμα με αιχμηρό όργανο, κεντιά, τσίμπημα νεοελλ. 1. επιφανειακή λύση τής συνέχειας τού δέρματος, όπως αυτή που γίνεται κατά τον δαμαλισμό 2. (στην οπλομαχητική) το χτύπημα που δίνεται με την αιχμή… …   Dictionary of Greek

  • πείραγμα — το [πειράζω] (κυριολ. και μτφ.) 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πειράζω 2. το άγγιγμα, η ψαύση («και το παραμικρό πείραγμα μαραίνει τα λουλούδια») 3. πράξη ή λόγος με τον οποίο ενοχλεί, πειράζει ή θέλει να πειράξει κανείς κάποιον 4. αστεϊσμός …   Dictionary of Greek

  • πιάσιμο — το, Ν 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πιάνω, η λήψη, η λαβή, η ανάληψη, η σύλληψη, το ἁρπαγμα, το άδραγμα («δύσκολο το πιάσιμο τού ελαφιού με τον βρόχο») 2. αφή, άγγιγμα, ψαύση («η ποιότητα τού υφάσματος φαίνεται από το πιάσιμο») 3. το… …   Dictionary of Greek

  • πρόσψαυσις — αύσεως, ή, ΜΑ [προσψαύω] ψαύση, επαφή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»